„αγορεύω“: αμετάβατο ρήμα αγορεύω [aɣoˈrevo]αμετάβατο ρήμα | intransitives Verb v/i <-ευσα> Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) eine Ansprache halten, plädieren eine Ansprache halten αγορεύω αγορεύω plädieren αγορεύω νομικός όρος | Rechtswesenνομ αγορεύω νομικός όρος | Rechtswesenνομ