„αγορασμένος“ αγορασμένος [aɣorazˈmenos], αγορασμένη, αγορασμένοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) gekauft gekauft αγορασμένος αγορασμένος