αβλαβής
[avlaˈvis], αβλαβής, αβλαβέςεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjVista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
- unbeschädigtαβλαβήςαβλαβής
- unschädlichαβλαβής μη βλαβερόςαβλαβής μη βλαβερός
- αβλαβής σε καλή κατάσταση