αβέβαιος
[aˈveveos], αβέβαια, αβέβαιοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjVista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
- αβέβαιος κ. μέλλον
- unschlüssigαβέβαιος αναποφάσιστοςαβέβαιος αναποφάσιστος