„ίσιος“ ίσιος [ˈisjos], ίσια, ίσιοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) gerade, geradlining, gleich groß, direkt, glatt gerade, geradlining ίσιος ευθύς ίσιος ευθύς gleich groß (με wie) ίσιος το ίδιο ίσιος το ίδιο direkt ίσιος συμπεριφορά, χαρακτήρας ίσιος συμπεριφορά, χαρακτήρας glatt ίσιος μαλλιά ίσιος μαλλιά