„ίζημα“: ουδέτερο ίζημα [ˈizima]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) Bodensatz, Sediment Bodensatzαρσενικό | Maskulinum, männlich m ίζημα γεωλογία | Geologieγεωλ Sedimentουδέτερο | Neutrum, sächlich n ίζημα γεωλογία | Geologieγεωλ ίζημα γεωλογία | Geologieγεωλ