„έφεση“: θηλυκό έφεση [ˈefesi]θηλυκό | Femininum, weiblich f Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) Berufung, Neigung Berufungθηλυκό | Femininum, weiblich f έφεση νομικός όρος | Rechtswesenνομ έφεση νομικός όρος | Rechtswesenνομ Neigungθηλυκό | Femininum, weiblich f (για, προς zu) έφεση κλίση μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ έφεση κλίση μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ