έφεδρος
[ˈefeðros]αρσενικό | Maskulinum, männlich mVista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
- Reservistαρσενικό | Maskulinum, männlich mέφεδρος στρατιωτικός όρος | Militär, militärischστρατέφεδρος στρατιωτικός όρος | Militär, militärischστρατ
ejemplos
- έφεδρος αξιωματικόςαρσενικό | Maskulinum, männlich mReserveoffizierαρσενικό | Maskulinum, männlich m