έσοδα
[ˈesoða]πληθυντικός ουδετέρου | Neutrum Plural nplVista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
- Habenουδέτερο | Neutrum, sächlich nέσοδα οικονομία | Wirtschaftοικονέσοδα οικονομία | Wirtschaftοικον
ejemplos
- έσοδα και έξοδαEinnahmen und Ausgaben
- έσοδα από φόρουςSteueraufkommenουδέτερο | Neutrum, sächlich n
- έσοδα φορολογίαςSteuereinnahmenπληθυντικός | Plural pl