Traducción Griego-Alemán para "έρευνα"

"έρευνα" en Alemán

έρευνα
[ˈerevna]θηλυκό | Femininum, weiblich f

Vista general de todas las traducciones

(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)

  • Durchsuchungθηλυκό | Femininum, weiblich f
    έρευνα ψάξιμο
    έρευνα ψάξιμο
  • Untersuchungθηλυκό | Femininum, weiblich f
    έρευνα μελέτη
    Forschungθηλυκό | Femininum, weiblich f
    έρευνα μελέτη
    έρευνα μελέτη
  • Nachforschungθηλυκό | Femininum, weiblich f
    έρευνα επιμελής εξέταση
    Ermittlungθηλυκό | Femininum, weiblich f
    έρευνα επιμελής εξέταση
    έρευνα επιμελής εξέταση
  • Ermittlungenπληθυντικός θηλυκού | Femininum Plural fpl
    έρευνα αστυνομική
    έρευνα αστυνομική
  • Umfrageθηλυκό | Femininum, weiblich f
    έρευνα δημοσκοπική
    έρευνα δημοσκοπική
ejemplos
  • σωματική έρευνα
    Leibesvisitationθηλυκό | Femininum, weiblich f
    σωματική έρευνα
  • έρευνα αγοράς
    Marktforschungθηλυκό | Femininum, weiblich f
    έρευνα αγοράς
  • έρευνα απόψεων
    Meinungsforschungθηλυκό | Femininum, weiblich f
    έρευνα απόψεων
  • ocultar ejemplosmostrar más ejemplos
γλωσσολογική έρευναθηλυκό | Femininum, weiblich f
Sprachforschungθηλυκό | Femininum, weiblich f
γλωσσολογική έρευναθηλυκό | Femininum, weiblich f
αντιπροσωπευτική έρευναθηλυκό | Femininum, weiblich f
repräsentative Umfrageθηλυκό | Femininum, weiblich f
αντιπροσωπευτική έρευναθηλυκό | Femininum, weiblich f
περιβαλλοντική έρευναθηλυκό | Femininum, weiblich f
Umweltforschungθηλυκό | Femininum, weiblich f
περιβαλλοντική έρευναθηλυκό | Femininum, weiblich f
πυρηνική έρευναθηλυκό | Femininum, weiblich f
Kernforschungθηλυκό | Femininum, weiblich f
πυρηνική έρευναθηλυκό | Femininum, weiblich f
φαρμακολογική έρευναθηλυκό | Femininum, weiblich f
Arzneimittelforschungθηλυκό | Femininum, weiblich f
φαρμακολογική έρευναθηλυκό | Femininum, weiblich f
μεταλλευτική έρευναθηλυκό | Femininum, weiblich f
Schürfenουδέτερο | Neutrum, sächlich n
μεταλλευτική έρευναθηλυκό | Femininum, weiblich f
διεξάγω έρευνα κατά+γενική | +Genitiv +gen
διεξάγω έρευνα κατά+γενική | +Genitiv +gen
συμβολή στην έρευνα
Forschungsbeitragαρσενικό | Maskulinum, männlich m
συμβολή στην έρευνα
διαστημική έρευναθηλυκό | Femininum, weiblich f
Weltraumforschungθηλυκό | Femininum, weiblich f
διαστημική έρευναθηλυκό | Femininum, weiblich f

¡Denos su opinión!

¿Qué le parece el diccionario en línea de Langenscheidt?

¡Muchas gracias por su valoración!

¿Tiene algún comentario sobre nuestros diccionarios en línea?

¿Falta alguna traducción, hay algún error o quiere elogiar nuestra labor? Rellene el formulario con sus comentarios. Indicar el correo electrónico es opcional y, conforme a nuestra política de privacidad, solo se utilizará para responder a su consulta.

Por favor, confirme que es usted una persona marcando la casilla de confirmación.*

*Campo obligatorio

Por favor, complete los campos marcados.

¡Muchas gracias por su comentario!

Visítenos en: