ένταλμα
[ˈendalma]ουδέτερο | Neutrum, sächlich nVista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
- (Zahlungs-)Anweisungθηλυκό | Femininum, weiblich fένταλμα για χρηματικό ποσόένταλμα για χρηματικό ποσό
- Haftbefehlαρσενικό | Maskulinum, männlich mένταλμα νομικός όρος | Rechtswesenνομένταλμα νομικός όρος | Rechtswesenνομ
ejemplos
- ένταλμα έρευναςDurchsuchungsbefehlαρσενικό | Maskulinum, männlich m
- ένταλμα πληρωμήςZahlungsanweisungθηλυκό | Femininum, weiblich f