„ένεση“: θηλυκό ένεση [ˈenesi]θηλυκό | Femininum, weiblich f Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) Spritze, Injektion Spritzeθηλυκό | Femininum, weiblich f ένεση Injektionθηλυκό | Femininum, weiblich f ένεση ένεση ejemplos κάνω ένεση σε κάποιον jemandem eine Spritze geben κάνω ένεση σε κάποιον κάνω ένεση sich eine Spritze geben lassen κάνω ένεση ένεση ινσουλίνης Insulinspritzeθηλυκό | Femininum, weiblich f ένεση ινσουλίνης ένεση ορμονών Hormonspritzeθηλυκό | Femininum, weiblich f ένεση ορμονών ocultar ejemplosmostrar más ejemplos