έγκριση
[ˈeŋgrisi]θηλυκό | Femininum, weiblich fVista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
- Genehmigungθηλυκό | Femininum, weiblich fέγκρισηBewilligungθηλυκό | Femininum, weiblich fέγκρισηέγκριση
- Verabschiedungθηλυκό | Femininum, weiblich fέγκριση νομοσχεδίουέγκριση νομοσχεδίου