έγγειος
[ˈeŋgjios], έγγεια, έγγειοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjVista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
ejemplos
- έγγειος φόροςαρσενικό | Maskulinum, männlich mGrundsteuerθηλυκό | Femininum, weiblich f