„άχνισμα“: ουδέτερο άχνισμα [ˈaxnizma]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) Dampfen Dampfenουδέτερο | Neutrum, sächlich n άχνισμα άχνισμα