„άχαρος“ άχαρος [ˈaxaros], άχαρη, άχαροεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) reizlos reizlos άχαρος άχαρος ejemplos άχαρη ηλικίαθηλυκό | Femininum, weiblich f Flegeljahreπληθυντικός | Plural pl άχαρη ηλικίαθηλυκό | Femininum, weiblich f