άφθαρτος
[ˈafθartos], άφθαρτη, άφθαρτοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjVista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
- unzerstörbarάφθαρτος που δεν καταστρέφεταιάφθαρτος που δεν καταστρέφεται
- unvergänglichάφθαρτος που δεν πεθαίνει ποτέ μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφάφθαρτος που δεν πεθαίνει ποτέ μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ