„άφεση“: θηλυκό άφεση [ˈafesi]θηλυκό | Femininum, weiblich f Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) Vergebung Vergebungθηλυκό | Femininum, weiblich f άφεση θρησκεία | Religionθρησκ άφεση θρησκεία | Religionθρησκ