„άσχημος“ άσχημος [ˈasçimos], άσχημη, άσχημοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) hässlich, schlecht, schlimm hässlich άσχημος άσχημος schlecht, schlimm άσχημος καιρός άσχημος καιρός