„άπλυτα“: πληθυντικός ουδετέρου άπλυτα [ˈaplita]πληθυντικός ουδετέρου | Neutrum Plural npl Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) Aufwasch Aufwaschαρσενικό | Maskulinum, männlich m άπλυτα άπλυτα