άπειρος
[ˈapiros], άπειρη, άπειροεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjVista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
- unerfahren (σε in+δοτική | +Dativ +dat)άπειρος χωρίς εμπειρίεςάπειρος χωρίς εμπειρίες