άνθος
[ˈanθos]ουδέτερο | Neutrum, sächlich nμεταφορικά | in übertragenem SinnμτφVista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
- Blüteθηλυκό | Femininum, weiblich fάνθοςάνθος
- Eliteθηλυκό | Femininum, weiblich fάνθος μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφάνθος μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ
ejemplos
- άνθος αραβοσίτουSpeisestärkeθηλυκό | Femininum, weiblich f
- άνθος ιτιάςWeidenkätzchenουδέτερο | Neutrum, sächlich n
- άνθος κερασιάςKirschblüteθηλυκό | Femininum, weiblich f
ocultar ejemplosmostrar más ejemplos