„άνθηση“: θηλυκό άνθηση [ˈanθisi]θηλυκό | Femininum, weiblich fκαι | und κ. μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) Blüte Blüte(zeit)θηλυκό | Femininum, weiblich f άνθηση άνθηση