„άνετα“: επίρρημα άνετα [ˈaneta]επίρρημα | Adverb adv Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) bequem, fließend bequem άνετα άνετα fließend άνετα μιλάω άνετα μιλάω