„άνανδρος“ άνανδρος [ˈananðros], άνανδρη, άνανδροεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) unmännlich unmännlich άνανδρος άνανδρος