„άμαξα“: θηλυκό άμαξα [ˈamaksa]θηλυκό | Femininum, weiblich f Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) Kutsche, Wagen, Waggon Kutscheθηλυκό | Femininum, weiblich f άμαξα άμαξα Wagenαρσενικό | Maskulinum, männlich m άμαξα σιδηρόδρομος | Bahnσιδηρ Waggonαρσενικό | Maskulinum, männlich m άμαξα σιδηρόδρομος | Bahnσιδηρ άμαξα σιδηρόδρομος | Bahnσιδηρ