„άκαμπτος“ άκαμπτος [ˈakamptos], άκαμπτη, άκαμπτοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) steif, starr, unbeugsam steif άκαμπτος άκαμπτος starr άκαμπτος κ. κανόνες άκαμπτος κ. κανόνες unbeugsam άκαμπτος χαρακτήρας άκαμπτος χαρακτήρας