„άθικτος“ άθικτος [ˈaθiktos], άθικτη, άθικτοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) unberührt, intakt unberührt άθικτος ανέγγιχτος άθικτος ανέγγιχτος intakt άθικτος χωρίς βλάβη άθικτος χωρίς βλάβη