„άγρυπνος“ άγρυπνος [ˈaɣripnos], άγρυπνη, άγρυπνοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) schlaflos, wach, wachsam, wach schlaflos, wach άγρυπνος άγρυπνος wachsam, wach άγρυπνος προσεκτικός άγρυπνος προσεκτικός