άγριος
[ˈaɣrios], άγρια, άγριοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjVista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
- wild, Wild-άγριοςάγριος
- blindάγριος μίσοςάγριος μίσος
- strengάγριος βλέμμαάγριος βλέμμα
- άγριος κριτική
- heftigάγριος καβγάςάγριος καβγάς
- erbittertάγριος αγώναςάγριος αγώνας
- rauάγριος τραχύςάγριος τραχύς
- grobάγριος συμπεριφοράάγριος συμπεριφορά
- hartάγριος ανταγωνισμόςάγριος ανταγωνισμός
ejemplos
- άγριο ζώοουδέτερο | Neutrum, sächlich nWildtierουδέτερο | Neutrum, sächlich nwildes Tierουδέτερο | Neutrum, sächlich n
-
- άγριο φυτόουδέτερο | Neutrum, sächlich nWildpflanzeθηλυκό | Femininum, weiblich f