άβουλος
[ˈavulos], άβουλη, άβουλοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjVista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
- willenlosάβουλος χωρίς θέλησηάβουλος χωρίς θέληση
- willensschwachάβουλος χωρίς δυνατή θέλησηάβουλος χωρίς δυνατή θέληση
- unentschlossenάβουλος αναποφάσιστοςάβουλος αναποφάσιστος