Traducción Griego-Alemán para "υ"

"υ" en Alemán

περσινός
[per(i)siˈnos], περυσινή, περυσινόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj

Vista general de todas las traducciones

(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)

  • letzten Jahres, vorigen Jahres
    περ(υ)σινός
    περ(υ)σινός
πέρσι
[ˈper(i)si]επίρρημα | Adverb adv

Vista general de todas las traducciones

(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)

  • voriges Jahr, im Vorjahr
    πέρ(υ)σι
    πέρ(υ)σι
χρήστρια
[ˈxristria]θηλυκό | Femininum, weiblich f

Vista general de todas las traducciones

(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)

  • Benutzerinθηλυκό | Femininum, weiblich f
    χρήστρια
    χρήστρια
  • Userinθηλυκό | Femininum, weiblich f
    χρήστρια ηλεκτρονικός υπολογιστής | Computerη/υ
    Benutzerinθηλυκό | Femininum, weiblich f
    χρήστρια ηλεκτρονικός υπολογιστής | Computerη/υ
    Anwenderinθηλυκό | Femininum, weiblich f
    χρήστρια ηλεκτρονικός υπολογιστής | Computerη/υ
    χρήστρια ηλεκτρονικός υπολογιστής | Computerη/υ
ejemplos
  • χρήστρια απαγορευμένων ουσιών αθλητισμός | Sportαθλ
    Dopingsünderinθηλυκό | Femininum, weiblich f
    χρήστρια απαγορευμένων ουσιών αθλητισμός | Sportαθλ
  • χρήστρια Η/Υ
    PC-Benutzerinθηλυκό | Femininum, weiblich f
    χρήστρια Η/Υ
ελαφρύς
[elaˈfris] <-ιά; >

Vista general de todas las traducciones

(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)

ejemplos
χρήστης
[ˈxristis]αρσενικό και θηλυκό | Maskulinum und Femininum m/f

Vista general de todas las traducciones

(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)

  • Benutzerαρσενικό | Maskulinum, männlich m
    χρήστης
    χρήστης
  • Userαρσενικό | Maskulinum, männlich m, -inθηλυκό | Femininum, weiblich f
    χρήστης ηλεκτρονικός υπολογιστής | Computerη/υ
    Benutzerαρσενικό | Maskulinum, männlich m, -inθηλυκό | Femininum, weiblich f
    χρήστης ηλεκτρονικός υπολογιστής | Computerη/υ
    Anwenderαρσενικό | Maskulinum, männlich m, -inθηλυκό | Femininum, weiblich f
    χρήστης ηλεκτρονικός υπολογιστής | Computerη/υ
    χρήστης ηλεκτρονικός υπολογιστής | Computerη/υ
  • Nutznießerαρσενικό | Maskulinum, männlich m, -inθηλυκό | Femininum, weiblich f
    χρήστης νομικός όρος | Rechtswesenνομ
    χρήστης νομικός όρος | Rechtswesenνομ
ejemplos
  • χρήστης Η/Υ
    PC-Benutzerαρσενικό | Maskulinum, männlich m, -inθηλυκό | Femininum, weiblich f
    χρήστης Η/Υ
  • χρήστης ηρωίνης
    Heroinabhängige(r)αρσενικό και θηλυκό | Maskulinum und Femininum m/f
    χρήστης ηρωίνης
  • χρήστης Ίντερνετ
    Internetnutzerαρσενικό | Maskulinum, männlich m, -inθηλυκό | Femininum, weiblich f
    Internetuserαρσενικό | Maskulinum, männlich m, -inθηλυκό | Femininum, weiblich f
    χρήστης Ίντερνετ
  • ocultar ejemplosmostrar más ejemplos
γυρεύω
[jiˈrevo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t <-εψα; -εύτηκα; -ε(υ)μένος>

Vista general de todas las traducciones

(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)

  • suchen
    γυρεύω
    γυρεύω
  • verlangen
    γυρεύω απαιτώ
    γυρεύω απαιτώ
φυγαδεύω
[fiɣaˈðevo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t <-εψα; -εύτηκα; -ε(υ)μένος>

Vista general de todas las traducciones

(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)

  • zur Flucht verhelfen (κάποιον jemandem)
    φυγαδεύω
    φυγαδεύω
ξοδεύω
[ksoˈðevo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t <-εψα; -εύτηκα; -ε(υ)μένος>

Vista general de todas las traducciones

(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)

  • ausgeben (σε, για für)
    ξοδεύω
    ξοδεύω
  • verschwenden
    ξοδεύω σπαταλώ
    ξοδεύω σπαταλώ
  • verbrauchen
    ξοδεύω αποθέματα
    ξοδεύω αποθέματα
  • aufwenden
    ξοδεύω χρόνο
    ξοδεύω χρόνο
  • aufbrauchen
    ξοδεύω δυνάμεις
    ξοδεύω δυνάμεις