Benutzerin
Femininum, weiblich | θηλυκό f <-; -nen> BenützerinFemininum, weiblich | θηλυκό f <-; -nen> Süddeutsch | νοτιογερμανική παραλλαγήsüdd österreichische Variante | αυστριακή παραλλαγή (εκ-δοχή)österr schweizerische Variante | ελβετική παραλλαγήschweizVista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
- χρήστριαFemininum, weiblich | θηλυκό fBenutzerin Computer | ηλεκτρονικός υπολογιστήςCOMPUTBenutzerin Computer | ηλεκτρονικός υπολογιστήςCOMPUT