χειροπιαστός
[çiropjasˈtos], χειροπιαστή, χειροπιαστόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjVista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
- greifbarχειροπιαστόςχειροπιαστός
- fühlbarχειροπιαστός αισθητόςχειροπιαστός αισθητός
- offenkundigχειροπιαστός ολοφάνεροςχειροπιαστός ολοφάνερος