φωνάζω
[foˈnazo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t <-ξα>Vista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
φωνάζω
[foˈnazo]αμετάβατο ρήμα | intransitives Verb v/i <-ξα>Vista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
- φωνάζω μιλώ δυνατά
- schreienφωνάζω από πόνοφωνάζω από πόνο
- anschreien (σε κάποιον jemanden)φωνάζω βάζω τις φωνέςφωνάζω βάζω τις φωνές