„φημίζομαι“: αποθετικό ρήμα φημίζομαι [fiˈmizome]αποθετικό ρήμα | Deponens dep <-στηκα; -σμένος> Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) sich einen Namen machen, berühmt sein sich einen Namen machen φημίζομαι αποκτώ όνομα φημίζομαι αποκτώ όνομα berühmt sein (για für) φημίζομαι είμαι ξακουστός φημίζομαι είμαι ξακουστός