„φελλός“: ουδέτερο φελλός [feˈlos]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) Kork, Korken Korkαρσενικό | Maskulinum, männlich m φελλός ύλη φελλός ύλη Korkenαρσενικό | Maskulinum, männlich m φελλός πώμα φελλός πώμα ejemplos βγάζω το φελλό από entkorken βγάζω το φελλό από φελλός σαμπάνιας Sektkorkenαρσενικό | Maskulinum, männlich m φελλός σαμπάνιας