τόμος
[ˈtomos]αρσενικό | Maskulinum, männlich mVista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
- Bandαρσενικό | Maskulinum, männlich mτόμος βιβλίουτόμος βιβλίου
ejemplos
- τόμος διπλάσιου μεγέθους
- τόμος ποιημάτωνGedichtbandαρσενικό | Maskulinum, männlich m