τσακίζω
[tsaˈkjizo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t <-σα; -στηκα; -σμένος>Vista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
- zerbrechenτσακίζω σπάζωτσακίζω σπάζω
- knickenτσακίζω χαρτίτσακίζω χαρτί
- τσακίζω αρρώστια, βάσανα μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ