τραπεζικός
[trapeziˈkos], τραπεζική, τραπεζικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjVista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
- Bank-τραπεζικόςτραπεζικός
ejemplos
- τραπεζικά στοιχείαπληθυντικός ουδετέρου | Neutrum Plural nplBankverbindungθηλυκό | Femininum, weiblich f
- τραπεζικές συναλλαγέςπληθυντικός θηλυκού | Femininum Plural fpl μέσω τηλεφώνουTelefonbankingουδέτερο | Neutrum, sächlich n
- τραπεζική κατάθεσηθηλυκό | Femininum, weiblich fBankeinlageθηλυκό | Femininum, weiblich f
ocultar ejemplosmostrar más ejemplos