„τρέχω“: αμετάβατο ρήμα τρέχω [ˈtrexo]αμετάβατο ρήμα | intransitives Verb v/i <-ξα> Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) laufen, rennen, schnell fahren, rasen, fließen laufen, rennen τρέχω τρέχω schnell fahren, rasen τρέχω με όχημα τρέχω με όχημα fließen τρέχω νερό τρέχω νερό ejemplos τι τρέχει; was ist los? τι τρέχει; τρέχει η μύτη μου mir trieft die Nase τρέχει η μύτη μου τρέχω έξω hinausrennen τρέχω έξω τρέχω πίσω zurücklaufen τρέχω πίσω ocultar ejemplosmostrar más ejemplos