„rasen“: intransitives Verb rasenintransitives Verb | αμετάβατο ρήμα v/i Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) τρέχω με μεγάλη ιλιγγιώδη ταχύτητα λυσσώ, μαίνομαι τρέχω με μεγάληoder | ή od ιλιγγιώδη ταχύτητα rasen Auto | αυτοκίνητοAUTO <Hilfsverb sein | βοηθητικό ρήμα seins.> rasen Auto | αυτοκίνητοAUTO <Hilfsverb sein | βοηθητικό ρήμα seins.> λυσσώ, μαίνομαι rasen toben <Hilfsverb haben | βοηθητικό ρήμα habenh.> rasen toben <Hilfsverb haben | βοηθητικό ρήμα habenh.>
„Rasen“: Maskulinum, männlich RasenMaskulinum, männlich | αρσενικό m <-s; -> Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) χλόη, γρασσίδι χλόηFemininum, weiblich | θηλυκό f Rasen γρασσίδιNeutrum, sächlich | ουδέτερο n Rasen Rasen