„συμβαίνει“: απρόσωπο ρήμα συμβαίνει [simˈveni]απρόσωπο ρήμα | unpersönliches Verb v/unpers <συνέβη> Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) sich ereignen, passieren, geschehen sich ereignen, passieren, geschehen συμβαίνει συμβαίνει ejemplos τι συμβαίνει; was ist los? τι συμβαίνει; τι συνέβη; was ist passiert? τι συνέβη; τι σου συνέβη; was ist dir passiert? τι σου συνέβη;