προϋπολογισμός
[proipolojizˈmos]αρσενικό | Maskulinum, männlich mVista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
- Kostenvoranschlagαρσενικό | Maskulinum, männlich mπροϋπολογισμός εκ των προτέρων υπολογισμόςπροϋπολογισμός εκ των προτέρων υπολογισμός
- Haushalt(splan)αρσενικό | Maskulinum, männlich mπροϋπολογισμός ενός κράτουςEtatαρσενικό | Maskulinum, männlich mπροϋπολογισμός ενός κράτουςπροϋπολογισμός ενός κράτους