προηγούμενος
[proiˈɣumenos], προηγούμενη, προηγούμενοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjVista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
- vorhergehend, vor(her)igπροηγούμενοςπροηγούμενος
- Vor-προηγούμενοςπροηγούμενος
ejemplos
-
-
- προηγούμενη έκδοσηθηλυκό | Femininum, weiblich f ηλεκτρονικός υπολογιστής | Computerη/υVorgängerversionθηλυκό | Femininum, weiblich f
ocultar ejemplosmostrar más ejemplos