προηγμένος
[proiɣˈmenos], προηγμένη, προηγμένοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjVista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
- fortschrittlich, entwickeltπροηγμένος χώραπροηγμένος χώρα
ejemplos
- προηγμένος πολιτισμόςαρσενικό | Maskulinum, männlich mHochkulturθηλυκό | Femininum, weiblich f