„entwickelt“: Adjektiv entwickeltAdjektiv | επίθετο, ως επίθετο adj Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) ανεπτυγμένος, εξελιγμένος ανεπτυγμένος, εξελιγμένος entwickelt entwickelt