πνιγερός
[pnijeˈros], πνιγερή, πνιγερόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj, πνιγηρός [pnijiˈros], πνιγηρή, πνιγηρόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjVista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)