πλήρης
[ˈpliris], πλήρης, πλήρεςεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjVista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
- vollständig, komplettπλήρης άρτιοςπλήρης άρτιος
- voll (+γενική | +Genitiv+gen von)πλήρης γεμάτοςπλήρης γεμάτος
- ganzπλήρης ολοκληρωτικόςπλήρης ολοκληρωτικός
- belegtπλήρης ξενοδοχείοπλήρης ξενοδοχείο
ejemplos
- πλήρες μέλοςουδέτερο | Neutrum, sächlich nVollmitgliedουδέτερο | Neutrum, sächlich n
- πλήρης αξιοποίησηθηλυκό | Femininum, weiblich fAuslastungθηλυκό | Femininum, weiblich f
- πλήρης απασχόλησηθηλυκό | Femininum, weiblich fVollbeschäftigungθηλυκό | Femininum, weiblich f
ocultar ejemplosmostrar más ejemplos