„πεπεισμένος“ πεπεισμένος [pepizˈmenos], πεπεισμένη, πεπεισμένοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) überzeugt, zuversichtlich überzeugt, zuversichtlich πεπεισμένος πεπεισμένος ejemplos είμαι απόλυτα πεπεισμένος ότι … ich bin davon fest überzeugt, dass … είμαι απόλυτα πεπεισμένος ότι …